- σαλιούγκα
- σαλιούγκᾱ , σαλιούγκαsaliuncafem nom/voc/acc dualσαλιούγκᾱ , σαλιούγκαsaliuncafem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαλιούγκα — ἡ, Α (κατά τον Διοσκ.) το φυτό νάρδος η κελτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saliunca «κελτική νάρδος»] … Dictionary of Greek